- μόχθος
- και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος)1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση:2. ταλαιπωρίαμσν.1. θλίψη2. βιασύνη, σπουδή3. βιοπάληαρχ.1. στον πληθ. οι μόχθοιοι δυσχέρειες, τα βάσανα2. φρ. «μόχθος τέκνων» — μόχθος υπέρ τών τέκνων, για χάρη τών παιδιών (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *smog- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο φορτίο» (πρβλ. μόγος) και εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -θος (πρβλ. άχ-θος, όχ-θος, βρόχ-θος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. myaks- «είμαι σταθερός».ΠΑΡ. μοχθηρός, μοχθώ (Ι)αρχ.μοχθήεις, μοχθίζω, μοχθώ (ΙΙ), μοχθώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) άμοχθος, βαρύμοχθος, επίμοχθος, πολύμοχθος, φιλόμοχθοςαρχ.δωδεκάμοχθος, έμμοχθος, εμπεδόμοχθος, εύμοχθος, κακόμοχθος, κλυτόμοχθος, μυριόμοχθος, πλησίμοχθος, πρασίμοχθος, ταλαισίμοχθος, τλησίμοχθος].
Dictionary of Greek. 2013.